- ανεμοδείκτης
- Μετεωρολογικό όργανο που χρησιμεύει στην εύρεση της διεύθυνσης του ανέμου. Παλαιότερα χρησιμοποιούσαν (κυρίως στα αεροδρόμια, για να φαίνεται από μακριά) έναν υφασμάτινο σάκο που στρεφόταν ελεύθερα γύρω από κατακόρυφο ιστό, ύψους τουλάχιστον 10 μ., ώστε να αποφεύγονται οι τοπικές μεταβολές της διεύθυνσης του ανέμου.
Σήμερα, ο πιο απλός και διαδεδομένος τύπος μεταλλικού α. είναι αυτός που αποτελείται από ένα οριζόντιο βέλος, στερεωμένο σε κατακόρυφο ιστό και τέλεια ισοσταθμισμένο κατά το κέντρο βάρους του. Κάτω από το βέλος υπάρχει ακίνητος ένας οριζόντιος μεταλλικός σταυρός, που δείχνει τις τέσσερις κύριες διευθύνσεις του ανέμου. Η μετακίνηση του βέλους από την πνοή του ανέμου επιτυγχάνεται με την εγκατάσταση δύο ορθογώνιων ελασμάτων που συγκλίνουν σε δίεδρη γωνία 20° και τοποθετούνται στο ουραίο τμήμα του βέλους. Υπάρχουν επίσης ηλεκτρικοί α. (ανεμοσκόπια) που με τη βοήθεια ενός ρεοστάτη μετατρέπουν τις μεταβολές της διεύθυνσης του ανέμου σε ηλεκτρικά σήματα, τα οποία καταγράφονται. Οι αυτογραφικοί α. επιτρέπουν τη συνεχή παρακολούθηση του φαινομένου και στηρίζονται στη σύνδεση, με μηχανικό ή ηλεκτρικό τρόπο, ενός α. με καταγραφικό μηχανισμό. Πολλές φορές συνδυάζονται και με ανεμογράφους, όπου η διεύθυνση και η ταχύτητα του ανέμου διαβάζονται αυτομάτως στις ταινίες καταγραφής, τα ανεμογράμματα.
* * *ο(Μετεωρ.) όργανο που δείχνει την φορά του ανέμου.
Dictionary of Greek. 2013.